- φερετρεύομαι
- Α [φέρετρον](για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερετρευομένου — φερετρεύομαι to be carried on a pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)